- εἰσαγγελίαι
- εἰσαγγελίαinformationfem nom/voc plεἰσαγγελίᾱͅ , εἰσαγγελίαinformationfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰσαγγελίᾳ — εἰσαγγελίαι , εἰσαγγελία information fem nom/voc pl εἰσαγγελίᾱͅ , εἰσαγγελία information fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίστημι — και προσιστῶ, άω, Α [ἵστημι] 1. φέρνω και στήνω κοντά ή απέναντι («μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου πρὸς κῡμα», Ευρ.) 2. ζυγίζω («μὴ προσίστα τοῡτό μοι τοὐστοῡν», Μάχ.) 3. (σχετικά με πληγή) συμπλησιάζω τα άκρα, ενώνω τα χείλη 4. σταματώ 5.… … Dictionary of Greek